|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έλκηθρο? — — σταμνί — άκληρος — εξασθενητής — νεοζωϊσμός — χρονομετρία — αναβάλλω — εξορισμός — μονοκύλινδρος — σλεπιτζής — γουφάρι — γκοφός — μπολερό — εγχελυς — ρυτιδιάζω — ουλορραγία — μαυρομούστακος — κλασσικός — άρμεγμα — κατσικίσιος — κωλικός — Αγγλία |
|||