|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαξεύομαι? — — γνωριζάμενος — θρομβώδης — αυτομόλησία — σταδιακά — εφηβεία — κουτούλημα — δώ — εισαι — εξυφαίνω — απειραγάθως — ορμώ — τρείς — μετατρόχιον — τσάκνο — αλειτούργητος — δανείζω — αλαφροκέφαλος — προστάτισσα — κρεατόσουπα — απάλαφρος — προσθαλάσσωση |
|||