|
η 1) проза; 2) ирон. стряпня (о литературе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проза? — πεζολογία как на (ново)греческом будет слово стряпня? — πεζολογία как с (ново)греческого переводится слово πεζολογία? — проза, стряпня — κωφότητα — κακέκτυπος — αψυχοπόνετος — ακακοφόρμιστος — προσευχητήριο — φτωχοκαλύβα — σίτηση — ξομολογιούμαι — μεσίτης — κρυσταλλολυχνία — διπλομανταλώνω — κανόνας — μενού — θρυπτικός — ολίγο- — εκχιονίζω — δουγένι — παπαγαλίστικος — ξυλεμπορικός — γενάκι — εική |
|||