|
терновник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово терновник? — τσαπουρνιά как с (ново)греческого переводится слово τσαπουρνιά? — терновник — σάρωμα — καπήλευση — αναβαθμίση — ολόσωμος — σταθμός — ατού — αφερεγγυότητα — καταβρεχτήρι — επιτελικός — πολυηχής — ρεκασμός — άγγιαγμα — εορτάσιμος — λυγιέμαι — ευνομούμενος — ξαγρύπνια — μπιρμπίλωμα — παραδειγματίζομαι — εδάφιο — λοιδορώ — φανοφόρος |
|||