Новогреческий словарь
ανθρακεύομαι
ανθρακεύομαι
запасаться углем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запасаться углем
? —
ανθρακεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθρακεύομαι
? — запасаться углем
#
(ново)греческий словарь
—
φυλλοβόλημα
—
πλακόστρωμα
—
ξομολογιέμαι
—
πορτέλλο
—
αξεσκόλιστος
—
βασίζω
—
κακορραμμένος
—
αδαπάνητος
—
συμβιβάσιμος
—
γκώνω
—
διδάκτορας
—
λοξά
—
μελλοντισμός
—
συνοικώ
—
ξαναγράφω
—
φατνικός
—
αφηνιασμός
—
πλατύρρυγχος
—
πλοιοκτησία
—
βρετκά
—
ξεχαρβαλώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω