|
ο мужской портной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужской портной? — φραγκορράφτης как с (ново)греческого переводится слово φραγκορράφτης? — мужской портной — ξυπολησιά — πινελλάρισμα — ανακαρού — ερυσιβούμαι — επισανιδώνω — κατακρίνω — αγανοπλέκω — ξεχειλίζω — ξανθή — ρωμανιστής — νεφέλιο — απόφυση — σπερματίνη — δεκατιανός — χαρτομαντεία — ρεζίλι — ραντιστήρι — δαιμονίζω — κεντημένος — μεγεθύνω — αρτιβαφής |
|||