|
η мед. остеология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остеология? — οστεολογία как с (ново)греческого переводится слово οστεολογία? — остеология — μνημονικός — γνέφος — καθαρτικός — μαστορόπουλο — βλαπτικότητα — σύμπλεξη — φεγγαρόλουστος — υδρονομικός — γέρουκλας — λινόλαιον — ξενερίζω — επίνοσος — μονωδός — αλίκμητος — προεξοφλητής — διευκρίνιση — διασταυρώνομαι — βικάριος — βελονιάζω — κρόταλο — τραυματικός |
|||