|
сватать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сватать? — παντρολογάω как с (ново)греческого переводится слово παντρολογάω? — сватать — βουτυράτος — άρδην — αυγό — αμμουδιάτικο — σπίτωμα — πέος — διασταυρούμενος — εμπαίζω — εφυγραίνω — μετεπιβίβαση — επισημοποίηση — κανίβαλος — διεκπερσίοιση — κατακλυσμός — αργοπορώ — αυτομαστιγώνομαι — μαχμούρικα — διπλόφαρδος — αλλόκοτος — κουδούνι — εκχωρητής |
|||