|
обладающий плохим вкусом, не имеющий вкуса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обладающий плохим вкусом? — αφιλόκαλος как на (ново)греческом будет слово не имеющий вкуса? — αφιλόκαλος как с (ново)греческого переводится слово αφιλόκαλος? — обладающий плохим вкусом, не имеющий вкуса — κυτταρολόγος — αναμηρυκασμός — φιλότεχνος — αραβούργημα — ξυπνητήρι — δαιμόνισμα — φλογικός — γεννητουροποιητικός — σκαφτικά — αλωνιά — μεταδόσιμος — αμετάβατος — ζωοφαγικός — διαθηκικός — ραβίνος — στρογγυλοκάθομαι — σταοροπροσκύνηση — φουστανέλα — μεσαιωνοδίφης — καπνεργατικός — εμβρυογονία |
|||