|
ο пыль; облако пыли; έχει σηκωθεί ~ — [phrase]пыль стоит столбом[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пыль? — κονιορτός как на (ново)греческом будет слово облако пыли? — κονιορτός как с (ново)греческого переводится слово κονιορτός? — пыль, облако пыли — μορφολογικός — νοολογικός — σκώληξ — κουραμπιές — ακράκι — πλημμυρισμένος — υπόδουλος — σμολτώνω — αναφορικώς — παλινδρομώ — μεταγραμματισμός — φουρτούνα — πλινθοδομή — βλαττίον — καλογερική — τριτότοκος — άνομα — μικροσφυγμία — καλάρισμα — αδίστακτα — σκουφώνω |
|||