|
хрюкать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хрюкать? — γουρλίζω как с (ново)греческого переводится слово γουρλίζω? — хрюкать — ομοιοπαθής — ψαροφαγία — τσισάκια — πασαλείβω — πόρδος — δονζουανικός — ωοτοκία — βλαχομπαρόκ — υπότρομος — αναιρετήριος — αρχιλογιστής — ακαμίνευτος — δυναμική — κοντολογής — χόβολη — ντουφεκιά — αποφασιστικός — εθνικοαπελευθερωτικός — νοσώδης — οξύνους — καρναβαλίστρια |
|||