|
το апельсин сладкий (один из сортов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово апельсин сладкий? — ντόλτσο как с (ново)греческого переводится слово ντόλτσο? — апельсин сладкий — ιχνηλάτηση — βάσιμος — αποκεντρωτικός — αφρισμός — σφεντονιά — στρίποδο — τιμωρία — λέζα — μούχλιασμα — ακράτητα — πετεινός — σταλαγμόμετρον — εννεύρωση — ντουφέκισμα — ακυρωσία — δαμαλάκι — Καναδάς — αγγλομανία — άστρεγος — ακαλαίσθητα — αποθαρρεύω |
|||