|
гноеродный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гноеродный? — πυογόνος как с (ново)греческого переводится слово πυογόνος? — гноеродный — έμβοθρον — πληκτικά — προπαιδευτικός — μετριοφρόνως — αφηγούμαι — αίθριος — ανακάλυψη — σάλι — αγγελιοδοσία — θερμόαιμος — αναρτήρας — βεδούρα — πρασινάδα — ξεπονίζω — αυτοκριτικάρομαι — τούνδρα — προεξοφλητός — μικρόσωμος — δοξομανία — βολικός — αντικομμουνίστρια |
|||