|
ο социализм; ουτοπικός (или ουτοπιστικός) ~ — утопический социализм; επιστημονικός ~ — научный социализм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово социализм? — σοσιαλισμός как с (ново)греческого переводится слово σοσιαλισμός? — социализм — τσιρλιάρης — προσφάγι — επισκευάστρια — χλοώδης — αδελφώνω — μπαΐλντισμα — αντιτείνω — ατιμωρητί — μυσταγωγός — αμαρκάλιστος — αναλυτηκός — συνέχομαι — αποσκότεινα — εντάσσω — αχείμαντος — έπηξα — κουβαλάς — υπόβλητος — παραλειπόμενα — γαϊδουροφόρτωμα — τετράφυλλος |
|||