αυτοκρατορικώς

формы словаβ
αυτοκρατορικώς



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αυτοκρατορικώς? —


σηματοφόροςαπόρριμμαξεγνέθωπροσφέρνωεύκολααντικαταστατόςαλληλογραφίαμικροφωτογραφίαγαλλοπούλαλιγοήμεροςέκφανσηοξύρρυγχοςμοναστηριακόςκατακρίνομαιομιχλώδηςμεθυστικάπενταπλασιασμόςτυπωτήςασύγκλητοςεφάμιλλοςακλειστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit