|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοκρατορικώς? — — σηματοφόρος — απόρριμμα — ξεγνέθω — προσφέρνω — εύκολα — αντικαταστατός — αλληλογραφία — μικροφωτογραφία — γαλλοπούλα — λιγοήμερος — έκφανση — οξύρρυγχος — μοναστηριακός — κατακρίνομαι — ομιχλώδης — μεθυστικά — πενταπλασιασμός — τυπωτής — ασύγκλητος — εφάμιλλος — ακλειστος |
|||