|
вкратце, кратко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вкратце? — βραχέως как на (ново)греческом будет слово кратко? — βραχέως как с (ново)греческого переводится слово βραχέως? — вкратце, кратко — πρωτόγονο — δικονομικά — λιθογλυπτική — αρραβωνιαστική — προσονάχωμα — ψιλοκοσκινίζω — διάμεσος — ανερώτητος — ξέφωτα — ξεφέγγει — κεκανονισμένος — σκαρφάλωμα — άκαιρος — ξεφάντωμα — πτέρνα — μουγκανητό — νεροκολόκυθο — μονομεταλλισμός — προανάκρουσμα — στραβοξυλιά — ριψοκίνδυνος |
|||