|
(-ιδος) η очевидец; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очевидец? — αυτόπτρις как с (ново)греческого переводится слово αυτόπτρις? — очевидец — παιδεμός — κιονόβαθρον — αμφίζευκτος — λουκουματζής — παλαίμαχος — διακούω — θελειά — κομματίδιο — τσιγγούνα — ανίσως — βολταμπέρ — γεραματιάζω — παθολογία — γενναιόφρων — πλιατσικολόγημα — εξακριβωτής — ελατάκι — ζωόφυτο — συγκλητικός — αραδωτός — μίσεμα |
|||