|
прибавляющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прибавляющий? — προσαυξητικός как с (ново)греческого переводится слово προσαυξητικός? — прибавляющий — διπλοψηφίζω — χόρταση — εξακοντισμός — αλαλαχή — αβίωτος — διά — τέταρτος — δαχτυλίδι — δια- — διάβα — αλλότριο — οχλώ — λεμονοστείφτης — αρίγγη — θαυμαστά — γναφεύω — κοπή — αλαφιασμένος — δυσκολαίνω — κατασιγαστήρας — λιθίαση |
|||