|
η вазелин; λάδι βαζελίνης — вазелиновое масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вазелин? — βαζελίνη как с (ново)греческого переводится слово βαζελίνη? — вазелин — τελειοποιώ — δεκαεπταετία — μυριάκριβος — προβειά — επενεργώ — επιστολογράφος — ετοιμοπαράδοτος — ιντιβιντουαλισμός — σίτος — λουλουδάω — μεταλλαγή — δειλιάζω — φιλότεχνος — τυραννισμένος — γεροντικός — Παναμάς — κατσουφιά — πορεύομαι — πατριδοκάπηλος — αλληλοδιάψευση — Κύκλωπας |
|||