|
Столик #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τραπεζάκι? — — γενίκεψη — ανάβλεμμα — αρτύνω — βαλής — τυροκομικός — οργανωμένος — αρρενογονία — μικροτεχνία — γραιγουλίζει — άσυλο — στομαχιάρικος — κατειλημμένος — απρεπής — ροφητός — τυμβωρύχος — νατουραλίστρια — γνησιότητα — έκβραση — ελευθέριος — φιδάκι — κραξιά |
|||