|
воен. вести позиционную войну #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вести позиционную войну? — τοπομαχώ как с (ново)греческого переводится слово τοπομαχώ? — вести позиционную войну — ασυμπάθιστος — ζουρλαμάρα — δευτε — σιτισμός — δρομίσκος — οράμα — παιδαρέλλι — φύσιγξ — σέσουλα — σύγκλυση — ημερονύκτιο — αυτοπαινιέμαι — πέραν — γιορτιάτικα — χλωροφύλλη — μινωικός — φαυλοκράτης — κατεξανίσταμαι — καθήλωση — αυγουστιανός — μηχανικό |
|||