|
η 1) провожатая; 2) спутница; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово провожатая? — συνοδηγήτρια как на (ново)греческом будет слово спутница? — συνοδηγήτρια как с (ново)греческого переводится слово συνοδηγήτρια? — провожатая, спутница — μανέλλα — αγριόβουνο — χαρτόσημο — οφθαλμαπάτη — αυτοαγωγή — απόγι — ενοχικός — σκηνή — ερυθροθεραπεία — αντισυνταγματικώς — πέτσωμα — μεταςουργείο — χορτόπλινθος — ουροκυστίτιδα — αποφθεγματικός — απλαιβίωτος — άφησα — σμυριδοχάρτης — πολύγονος — ρομαντζάδα — ισπανομαθής |
|||