|
ο река(__,__) пересыхающая лётом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово река, пересыхающая лётом? — ξηροπόταμος как с (ново)греческого переводится слово ξηροπόταμος? — река, пересыхающая лётом — ψηλαφώ — ευθυσκοπώ — λαχανοπώλης — φίσκα — ατρόμακτος — πίτυς — απαραγνώριστος — ακράνι — αδιαιρετότητα — δαμαλίς — διοκολλώ — ανοιχτόχρωμος — καταρροπαίνω — μικρομεγάλος — φορτσάτος — απλαστικός — αλμανάκ — υδρωπικία — τάλληρο — ζευγαροχαλάστρα — αρχικομπάρσος |
|||