|
: ~ον γεύμα — Лукуллов пир, роскошный пир #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λουκούλλειος? — — οικογενές — πρόσφατος — χαρτάκι — αδιάφευκτος — δάς — συνθλώ — λευκωματίνη — ενάμνιος — εμποροναύτης — γουάς — ξεπάγιασμα — ψύχομαι — παρατρέχω — παρτιζάνος — εγγόμφωση — χλεμπονιασμένος — πρόγκα — ρεφορμίστρια — φελλιαστός — αδελφοκτονία — σερνικός |
|||