|
градуировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градуировать? — βαθμονομώ как с (ново)греческого переводится слово βαθμονομώ? — градуировать — μηδισμός — μαθητός — άκωλος — μαξιλαροθήκη — άλυσσος — κοντοπόδαρος — μπεκιάρισσα — χρυσοκαρακάξα — γλωσσομάθεια — θεοτικό — βουλευτοκρατούμαι — συντετριμμένος — χρονοντούλαπο — μηχανικός — προκάλυμμα — ψυχροφοβία — ακόμα — δυσπραγία — διόφθαλμος — τεύχος — χρυσαλλίδα |
|||