|
тонкостенный (о сосуде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонкостенный? — ωοκέλυφος как с (ново)греческого переводится слово ωοκέλυφος? — тонкостенный — φιλόπτωχος — μποτζίρω — ασυμπάθιστος — κατορύσσω — θράσος — ανεπιφανής — περιπόδιο — λύνω — επιτάφιος — δεκαοκταπλάσιος — αλαργινός — ελαφρότητα — ανθρακεύω — μετατόπιση — απαργιοσμένος — μεγεθυντικό — παγίδευσις — κογκλάβιο — πισωγύρισμα — μειονεξία — αμφιπάτριος |
|||