|
солончаковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солончаковый? — αλμυρόγεως как с (ново)греческого переводится слово αλμυρόγεως? — солончаковый — μονώροφος — μισογυνία — λιοβασίλεμα — νειάτο — άβλαβα — ειδησεολογία — πότημα — σπλαχνικά — εντερόκλυσμα — αιγυπτιακός — ηλεκτροδυναμική — σχεδιογράφηση — λάφυρο — παρωνύμιο — μαργελλώνω — άνθηση — γλυφούτσικος — περίσχεση — διηγηματογραφία — ακροβολιστί — εξάδα |
|||