|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στενοχωρούμαι? — — βαστώ — ζαβός — διουρητικός — μεταφωσφορικός — ετικέττα — ύπαρχος — έστωντας — καρδιοχειρουργική — αφούρκιστος — έπεσα — τριβόλι — χαζεύω — νυστάζω — οκταπόδιον — γούλι — έκκληση — ταξιφυλλία — εύσειστος — πηγεμός — αδιασπάθητος — καραβόσκυλο |
|||