|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μανδάτωρ? — — σφίγγω — συνιδιοκτησία — απόβροχα — πυρόπετρα — ξόμπλιασμα — ορμίζω — κωλαρίνος — παροιμιακός — μεταλλουργός — επιπωματισμός — χλωρικός — πλοιοκτησία — πλαϊνός — ξεζαλίζω — αντιπλέκω — ακαμάτης — λίθινος — εμπροσθέλλα — γοητευτικός — εκπυρσοκρότηση — πετυχαίνω |
|||