|
ο мастер вазовой живописи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мастер вазовой живописи? — αγγειογράφος как с (ново)греческого переводится слово αγγειογράφος? — мастер вазовой живописи — νοήμων — ατριχία — ωδείο — αναργος — μηχανοκατασκευή — εξορκιστής — εξαχρείωμα — ναυπηγώ — λίπωμα — διαστολικός — πατρωνυμικό — περδικόστηθη — εγκληματογροφικός — μπίτι — προλαμβάνω — γατσιομαλλιάζω — ενοχή — ηλεκτροεγκεφαλογράφος — τεχνουργείο — έξαρμα — έγκαιρος |
|||