|
το 1) ость (колоса); 2) рыбья косточка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ость? — άγανο как на (ново)греческом будет слово рыбья косточка? — άγανο как с (ново)греческого переводится слово άγανο? — ость, рыбья косточка — ψιλόφλουδος — ξανθή — κρύσταλλος — αλεξανδρινός — χριστιανοσύνη — ξεμιστεύω — ευσωμος — ιαματικά — εγγεγραμμένος — γουστάρω — διαμαρτυρικά — σύσπαστον — αψιφιά — παστρικά — αμπροσταίνω — θυσία — απολογητικός — αρτιγενής — αποκαθήλωση — αψομιλώ — αντίπλευρος |
|||