|
оспенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оспенный? — ευλογιάρης как с (ново)греческого переводится слово ευλογιάρης? — оспенный — ελπίς — παραγοντίζω — κοχλίας — γατήσιος — τρικλοποδιάζω — σπυρί — πονεμένος — μονωδός — ξώφαλσα — δένω — σπανός — μπόρτζι — αεροΰφαντος — μετακομιστικός — έφεδρος — αποκένωση — αργότερα — ξαράχνιασμα — αποκαμωμένος — αρχοντογενιά — Αργυρούπολη |
|||