|
ο спорт. гандикап #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гандикап? — ισοζυγισμός как с (ново)греческого переводится слово ισοζυγισμός? — гандикап — ξενόδουλος — κερατοειδής — κατσιά — ταχύτητα — ιστογράφος — ωχρός — αδιευκρίνιστος — κωνοφόρος — ερωτομανία — νεαρός — κεντώ — εξωνητικός — εκπατρίζομαι — αμάλαχτος — παξιμάδα — αποθαρρύνω — αδιύλιστος — ντροπιάρικος — βαργεστίζω — φαλαινοθηρία — λιανοτρέμω |
|||