|
ο сельский староста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сельский староста? — δημογέροντας как с (ново)греческого переводится слово δημογέροντας? — сельский староста — σταχτοκουλλούρα — εξανάστροφα — αποφρακτήρας — αλατοστάθμιον — κακοπέραση — τουφεξής — αεροδόκη — ξαναμάσημα — δεντροφάγος — διπλωμένος — αλευθέρωτος — κλιματιστικό — φερετροποιείο — πλεονεκτώ — ταγήνι — κανθός — πικρομύγδαλο — περιφερειάρχης — γυναικοθέμι — αδαμαντοπώλης — αεροδρομικός |
|||