|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Ενετία? — — τηλεγραφήτρια — αυτοσχέδιος — ουροανάλυση — καθελκυσμός — κορκός — φανταστικός — σύμβλημα — ψυλλοβότανο — Ισλανδός — διπλωματικός — τσαγκρούνισμα — κρασοκανάτας — φωτιοκαμένος — πολιορκητική — παριστάω — αποδειλιώ — ρέμα — διαιρετότητα — επίπασμα — αόριστος — καψάλα |
|||