|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσελιγκάτο? — — ηλιοθρεμμένος — υπόληψη — κεντρικότητα — μικροβιολυσίνη — αγγλομάθεια — θεόρεστος — μονοθεσίτης — σφήν — ανδρογένεια — αιματοποιητικός — ζυγόλουρο — ματινάδα — καφεΐκός — δακρυδόχος — διάγλυμμα — καυλιάρης — απολογισμός — κολαστήριο — ηδύνω — επιβολή — χορδίτις |
|||