|
η каша из муки; === ο πού καεί στήν ~ φυσά καί τό γιαούρτι — посл. [phrase]кто обжёгся на молоке, дует и на воду[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каша из муки? — αλευριά как с (ново)греческого переводится слово αλευριά? — каша из муки — σκυλοκαβγάς — Καϊμακτσαλάν — γοργοπόδαρος — κληρικός — παραπεμπτικός — σιδερώστρα — μαρτύριο — αργυρολογώ — κρανοφόρος — γονυκλυσία — χειλοπλαστία — αιτία — υποσχετικό — πιλοτίνα — σιδεροδεσία — πλαγκτονικός — αδιαοκόρπιστος — γυαλουρίζω — εκτοκισμός — γραμμούλα — σεισμολογικός |
|||