|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βρογχιόλιο? — — υπεραστικό — πιασμένος — χυδαϊσμός — αγγελιοδοσία — σησάμι — κατάλοιπο — φωνογράφηση — παραγοντίσκος — κελαϊδάω — απόλιγα — μητραλγία — σουιετενία — παλιόπουστας — υπουργείο — αδιαπόρθμευτος — αντικατοπτρίζω — εξόρμισις — τρισμακάριστος — κοστούμι — βυσματικός — παστερίζω |
|||