Новогреческий словарь
ορμίσκος
ορμίσκ|ος
ο
маленькая бухта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
маленькая бухта
? —
ορμίσκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ορμίσκος
? — маленькая бухта
#
(ново)греческий словарь
—
εξαφανισθέντες
—
ανθρακεύομαι
—
ενδημικότητα
—
ισχνεύω
—
λαχίδα
—
αλληλοεξυπηρετούμαι
—
εξάπτω
—
ιστοθέτις
—
σπιθοβολώ
—
ευθύνη
—
μυοκαρδιοπάθεια
—
αλλόχθων
—
ζευγάριασμα
—
συνοδευτικός
—
αγκαθοτόπι
—
αλαταποθηκάρνος
—
συνάχωμα
—
κλακέρ
—
υποκαπνισμός
—
μισοφούστανο
—
πετωνιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,