|
το лошадиный вьюк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лошадиный вьюк? — αλογοφόρτι как с (ново)греческого переводится слово αλογοφόρτι? — лошадиный вьюк — γιδοκέρατο — τετρασύλλαβος — ο — χοληδόχος — μόρφημα — αντιβούισμα — οινοπώλισσα — λιβρέα — αφερμάτιση — δίπτωτος — νεκρολαγνεία — παραβάνω — ανδρογόνα — ένουρος — συνασπισμένος — τυποκλόπος — φυσομανάω — βρουλιά — βρωμο- — άγνεστος — εξαφνικός |
|||