|
роговидный; ο ~ (χιτών) — анат. роговица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово роговидный? — κερατοειδής как с (ново)греческого переводится слово κερατοειδής? — роговидный — γραβάτα — βασιβουζούκος — δασύστερνος — στίξη — καλανάρχημα — διοικητήριο — διαβεβαιωτικός — μπεκρής — καταλαλώ — χαρτοπαίχτρα — ανάπτυγμα — θεμελιώτρια — ρήγισσα — ανεκφώνητος — απαρχής — βρεφοκτονία — σαγήνευμα — γκαμπαρντίνα — καυτηρίαση — διαδοκίς — γλυκοφιλώ |
|||