Новогреческий словарь
γαλλόνι
γαλλόνι
το 1)
галлон
(= 4,546 л);
2)
бутыль
(емкостью 3,2 л)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
галлон
? —
γαλλόνι
как на
(ново)греческом
будет слово
бутыль
? —
γαλλόνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαλλόνι
? — галлон, бутыль
#
(ново)греческий словарь
—
αρχοντομίλητος
—
ιερομόναχος
—
λιμνούλα
—
παιγνιδιάρης
—
έψιλον
—
στάτωρ
—
αφθώδης
—
ομοθυμία
—
ποικιλτής
—
υποβολιμαίος
—
ένσπερμος
—
γεωμετρικός
—
ολεσήνωρ
—
αμφίστολος
—
πονόψυχος
—
μπαμπαδάκι
—
αορτεύς
—
λαχειοφόρος
—
διασταλτός
—
κακο-
—
μώλωψ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω