|
бот. стручковый; τά ~α — железистоплодные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стручковый? — ελλοβοκαρπος как с (ново)греческого переводится слово ελλοβοκαρπος? — стручковый — πραξικοπηματικά — ασημόπετρα — αντιληπτικός — φαγουρίζω — ψαγμένος — καμαρότος — σαμπί — αργιλόχωμα — βαλελίκι — απονερουλιασμένος — παλιοπαλιάνθρωπος — συνύπαρξη — γονιός — σχοινοσυντρόφισσα — γιαλός — παινώ — τζιτζιφιόγκος — λαδομπογιάτισμα — πρόσπαππος — ενσπόνδυλος — καθοδικώς |
|||