|
η зоол. фаланга; === θά σέ φάει η ~ — [phrase]тебе не миновать гибели! [/phrase] (угроза) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фаланга? — μαρμάγκα как с (ново)греческого переводится слово μαρμάγκα? — фаланга — αναβιβάζω — φαρδιά — τηλέγραφος — ιέρεια — κωλαρού — λαχανοπωλείο — πολφός — υπνοδωμάτιο — φασματικός — συζευγνύομαι — λιγδιάρης — ιστολογικός — κοραλλένιος — αναπληρωτικός — ανταπόδειξη — εξορκιστικός — ελικοτόμος — επιλεκτικός — απηυθυσμένο — ιατροδικαστίνα — αυλάκιασμα |
|||