|
бесноватый, одержимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесноватый? — δαιμονιζόμενος как на (ново)греческом будет слово одержимый? — δαιμονιζόμενος как с (ново)греческого переводится слово δαιμονιζόμενος? — бесноватый, одержимый — κοινωνιστής — ανάρριμμα — τσαλαπατώ — τομεάρχης — σπλαχνότητα — βροχίδα — αλωπεκία — στρομβοειδής — προεισαγοιγικός — ξεβλαστάρωμα — πρωτεξαδέρφη — παινεύομαι — χερσαίος — αναδιανέμω — στενότητα — χρηστικός — μουφλούζης — μακρύς — κατακρίνω — κλωγμός — απελατίκι |
|||