|
ο правый гребец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правый гребец? — δεξιόκωπος как с (ново)греческого переводится слово δεξιόκωπος? — правый гребец — ανεμοσκόπιο — νοσηλευτήριο — κατατρυπιέμαι — ηλεκτρομαγνητισμός — φιλόσκιος — φυσώ — δοχειάριος — ακαιγος — κολαούζος — τυλιχταρούδι — ευθύδικος — ξεγλυτώνω — εκπαίδευση — ξεμυαλίζομαι — βαθιοκοιμίζω — ζό — ύπνος — αναπτερογίζω — πολυχρόνιση — αναπλήρωμα — διαφυλάττω |
|||