|
το коровий помёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коровий помёт? — βούλιθο как с (ново)греческого переводится слово βούλιθο? — коровий помёт — ψωραλέα — αμφιδέτησις — ανάβραστος — χούλιγκαν — απεργοσπάσττρια — μαξιλαροπόλεμος — πηγμένος — αυτοδημιούργημα — επαπειλούμαι — καταπόδι — ακατανίκητο — ονειρόπλαστος — τρωγομαι — τροχάδην — αποστρατιωτικοποιημένος — γνωριμία — συσπώ — κτίριο — ανασκολοπισμός — αλυπησιά — σερέτικος |
|||