ορνίθει|ος

формы словаβ
ορνίθει|ος
куриный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово куриный? — ορνίθειος
как с (ново)греческого переводится слово ορνίθειος? — куриный


πνευματίστριαηλεκτροπαραγωγήεμπλουτισμόςαναμετάδοσηδεσμώτηςδεδηλωμένησέντμαργώνωτουρκομερίτηςβαρβατιάυποθηκεύσιμοςεκλεκτικίστριααρχοθηρίαμηλειόςφορμαλισμόςστήριξηαποκαρώνωτεκμηριωτικόςχιλιοχρονίτικοςγέννημαεμπορευματοκιβώτιο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit