|
куриный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово куриный? — ορνίθειος как с (ново)греческого переводится слово ορνίθειος? — куриный — πνευματίστρια — ηλεκτροπαραγωγή — εμπλουτισμός — αναμετάδοση — δεσμώτης — δεδηλωμένη — σέντ — μαργώνω — τουρκομερίτης — βαρβατιά — υποθηκεύσιμος — εκλεκτικίστρια — αρχοθηρία — μηλειός — φορμαλισμός — στήριξη — αποκαρώνω — τεκμηριωτικός — χιλιοχρονίτικος — γέννημα — εμπορευματοκιβώτιο |
|||