|
не имеющий ресниц #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий ресниц? — ατσίνορος как с (ново)греческого переводится слово ατσίνορος? — не имеющий ресниц — γώνιασμα — πομπός — ιδεολόγος — εξαλμύρισμα — συντροφικότητα — συνέλευση — καβαλίκεμα — ψυχοδυναμικός — ακονιστήρι — ρυμούλκηση — σκύτινος — παρακλαδεύω — δροσολογώ — κοντύτερος — φάραγξ — μακροσόλλαβος — καθυστερημένα — αμάντευτος — λονδίνιος — νόστος — ντό |
|||