|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατέχων? — — λινό — επιστράτευση — απαλείφω — παράφερνα — ιαπωνικός — φυματίαση — συγκράτηση — καταπινάρης — ναύλα — κεραμιδής — παλαιστικός — φύλακας — αγρανάπαυση — μισονεϊσμός — ντουβάρι — αναθεματούρι — παραωριμάζω — ενοίκησις — ανυπόσχετος — θεοφώτιστος — αίσιος |
|||