κατέχων

формы словаβ
κατέχων



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κατέχων? —


λινόεπιστράτευσηαπαλείφωπαράφερναιαπωνικόςφυματίασησυγκράτησηκαταπινάρηςναύλακεραμιδήςπαλαιστικόςφύλακαςαγρανάπαυσημισονεϊσμόςντουβάριαναθεματούριπαραωριμάζωενοίκησιςανυπόσχετοςθεοφώτιστοςαίσιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit